- συγκοιμώμαι
- (α) спать вместе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκοιμώμαι — άομαι, Α (αποθ.) 1. (για άντρα και για γυναίκα) κοιμάμαι μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, είμαι σύνευνος κάποιου 2. μτφ. (για ιστορικό) ασχολούμαι με κάτι ακόμη και στον ύπνο μου, ασχολούμαι με υπερβάλλοντα ζήλο με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
συγκοίμημα — ήματος, τὸ, Α [συγκοιμῶμαι] άτομο που κοιμάται μαζί με άλλο στο ίδιο κρεβάτι, ο σύνευνος … Dictionary of Greek
συγκοίμηση — η / συγκοίμησις, ήσεως, ΝΑ [συγκοιμῶμαι] το να κοιμάται κανείς στο ίδιο κρεβάτι ή στο ίδιο δωμάτιο με άλλον … Dictionary of Greek
συγκοιμητής — ὁ, Α [συγκοιμῶμαι] (κατά τον Ησύχ.) σύνευνος … Dictionary of Greek